Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δανεικά και

  • 1 αγύριστος

    η, ο
    1) невозвращаемый, безвозвратный;

    δανεικά και αγύριστα ирон. — взаймы без отдачи;

    2) ещё не посещённый (говорящим);

    έχω αγύριστη την μισή Ελλάδα — я ещё не посетил и половины Греции;

    3) не могущий быть исхоженным; очень большой (о территории, городе);
    4) нелицованный; 5) упрямый;

    αγύριστο κεφάλι — упрямец, упрямая голова;

    § πηγαίνω στον αγύριστο — уйти навсегда;

    άς πάει στον αγύριστο! — чтоб ему провалиться!, пошёл он к дьяволу!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αγύριστος

  • 2 τρώει

    τό νταούλι (или τό χταπόδι) он получил по первое число;
    έφαγε την παπάρα (или την χυλόπιττα) он остался с носом, ушёл не солоно хлебавши (при сватовстве); τρώει σά λύκος он ненасытен как волк; φάγαμε το βόϊδι και απόμεινε η ουρά του дело близится к концу; τρων τα σάλια τους их водой не разольёшь; δεν τρώει αχερα его на мякине не проведёшь; έφαγε το ψωμί του он изжил себя, устарел; έφαγα το ψωμί του я ел его хлеб; τό τρώω και με τρώει кусок в горло не идёт; η μάννα τρώει και τού παιδιού δε δίνει пальчики оближешь; τρώω έναν περίδρομο наедаться до отвала;

    τρώει τον κόσμο — обыскать весь свет;

    τον τρώει η γλώσσα του у него язык чешется;
    έφαγα τα συκώτια μου я приложил все усилия, я сделал всё возможное; φάτε, μάτια, ψάρια και κοιλιά περ||δρομο погов, око видит, да зуб неймёт; οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν посл, за ошибки родителей приходится расплачиваться детям; άς τρώει η γριά κι' ας μουρμουρίζει ο γέρος погов, не до дружка — до своего брюшка; όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια посл, сильный сколько сможет, столько и сгложет;

    τρώειομαι

    1) — быть съедобным;

    2) быть сносным, терпимым;

    δεν τρώειεται — это нестерпимо;

    3) упорно добиваться, домогаться, стараться изо всех сил;
    φαγώθηκε να 'ρθειμαζί μου он очень хотел прийти со мной;

    μιά ώρα με τρώειεταινάτοβ δώσω δανεικά — он целый час клянчил у меня взаймы;

    4) ссориться, конфликтовать; грызться (прост.);

    τρώειονται σαν τα σκυλιά — они грызутся как собаки;

    5) изнашиваться, истрёпываться;

    § τρώειεται με τα ρούχα του — он вечно брюзжит;

    μήτε ωμός τρώειεται, μήτε ψημένος — с ним каши не сваришь;

    δεν τρώειονται όλα όσα πέτονται — погов, не всё то золото, что блестит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρώει

  • 3 δίνω

    (αόρ. έδωσα и έδωκα, παθ. αόρ:
    δόθηκα) μετ. 1) давить, подавать; передавать; вручать; δώσε μου το μαχαίρι дай мне нож; να τού δώσεις το βιβλίο μου передай ему мою книгу; ο θείος της της έδωσε ένα σπίτι её дядя дал ей в приданое дом;

    δίν τό χέρι μου — подавать, протягивать руку;

    δίνω μ' ενοίκιο — давить напрокат;

    δίν κάτι δανεικά — давать что-л, в долг;

    δίνω τό φάρμακο — давать лекарство;

    2) отдавать, сдавать (в ремонт и т. п.);
    3) давать (тж. в подарок), раздавать, распределять;

    δίνω ψωμί σε όλους — раздавать всем хлеб;

    έδωσε σε όλους από ένα μολύβι он всем подарил по карандашу;
    4) давать, предоставлять;

    δίνω άδεια — давать разрешение; — разрешать, позволять;

    δίνω προνόμιο — давать привилегию;

    μας έδωσε την δυνατότητα... он нам предоставил возможность...;
    5) давать милостыню;

    αυτός ποτέ δεν δίνει (ελεημοσύνη) — он никогда не подаёт (милостыню);

    6) давать, платить; предлагать (цену);

    τί δίνεις στον κηπουρό; — сколько ты платишь садовнику?;

    πόσα σρύ δίνουν γιά αυτοκίνητο; — сколько тебе предлагают за машину?;

    7) продавать; уступать (за какую-л. цену);

    τό δίνει το σπίτι του — он продаёт свой дом;

    τί θέλει γιά να μας το δώσει; за сколько он нам хочет его уступить?;
    8) приносить доход, давать прибыль;

    δίνω κέρδος — давать доход;

    δίνω οφέλεια — приносить пользу;

    ο κήπος τού δίνει πολύ λίγα — сад ему приносит очень мало дохода;

    9) выдавить замуж, отдавать (за кого-л.);
    τίς έδωσαν όλες τίς κόρες τους они выдали замуж всех своих дочерей;

    δίνω την κόρη μου σε... — выдавать дочь за...;

    10) бить, ударять; дать (разг);
    δώσε του κάμποσες дай ему хорошенько; 11) см. δίδω 2;

    δίνω τραπέζι — давать обед;

    12) (с сущ. означ. действие по значению данного существительного):

    δίν ξύλο — бить, избивать;

    δίνω κλωτσιά — пинать;

    % лягать;

    δίνω γροθιά — ударить кого-л. кулаком;

    δίνω πιστολιά — выстрелить из револьвера, пистолета;

    δίνω ντουφεκιά — выстрелить из винтовки;

    δίνω μαχεριά — ударить ножом;

    δίνω φωτιά — поджигать;

    δίνω φίλημα — целовать;

    δίνω όρκο — давать клятву; — клясться;

    δίνω τέλος — кончить;

    δίνω πίστη — верить, доверять;

    δίνω συνταγή — выписывать рецепт, прописывать лекарство;

    δίνω παράσταση — давать представление;

    δίνω τό

    παράδειγμα подавать пример;

    δίνω διαταγή — подавать команду, приказ;

    § δίνω πίσω — отдавать обратно, возвращать;

    δίνω ακρόαση — а) слушать; — выслушивать; — б) давать аудиенцию;

    δίνω προσοχή — быть внимательным, обращать внимание;

    δίνω τό λόγο — предоставлять слово (на собрании);

    δίνω λόγο — или τον λόγο μου — давать слово, обещать;

    δίνω τό λόγο της τιμής μου — давать честное слово;

    δίνω λόγο — или δίν λογαριασμό (των πράξεων μου) — давать отчёт, отчитываться (за свои поступки);

    δίνω χέρι — помогать;

    δίνω αναφορά — а) отдавать рапорт, рапортовать; — б) ирон. докладывать, доносить;

    δίνω σημασία — придавать значение;

    δίνω σε κάποιον να καταλάβει — а) давать кому-л. понять; — б) подробно объяснять кому-л.;

    δίνω αέρα σε κάποιου — многое позволять, давать волю кому-л.;

    μου δίνει στα νεύρα — он мне действует на нервы;

    δίνω τό κεφάλι μου — я готов голову дать на отсечение;

    του δίνω — уходить, смываться;

    να δώσει ο θεός να... дай бог, чтобы...;
    να μη το δώσει ο θεός не дай бог;

    δίνω σημεία ζωής — подавать признаки жизни;

    δίν καί παίρνω — разыгрывать из себя важную персону;

    του δίν (δρόμο) — прогонять;

    δίνε του уходи, убирайся; тоб 'δωκε τα παπούτσια στο χέρι он его выпроводил;
    του 'δωκα και κατάλαβε я ему задал (трёпку);

    δίνω τόπο της οργής ( — или στην οργή) — сдерживать гнев;

    δώσ' του νάχει ему дай только волю;
    δωσε-δώσε или εδωσ' εδωσε с большим трудом; δώσεδώσε τον πήρε ο ΰπνος он с большим трудом уснул;

    (δεν) μρύ δίνει χέρι — это мне (не) подходит, это (не) в моих интересах;

    δίνομαι — предаваться, отдаваться;

    δίνομαι στην επιστήμη — отдаваться науке

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δίνω

См. также в других словарях:

  • ανεπίστρεπτος — και φτος, η, ο (ΑΜ ἀνεπίστρεπτος, ον) αυτός που δεν επιστρέφει πίσω νεοελλ. 1. αυτός που δεν μπορεί να επιστρέψει 2. (για πράγματα) εκείνος που δεν ξαναδίνεται («ανεπίστρεπτα τα γαμήλια δώρα») 3. αυτός που δεν είναι δεκτικός επιστροφής («τα… …   Dictionary of Greek

  • ξαποστέλνω — ξαπόστειλα, ξαποστάλθηκα, ξαποσταλμένος, στέλνω μακριά, διώχνω έξω, απολύω: Ήρθε να μου ζητήσει δανεικά και τον ξαπόστειλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίνισμα — το, ατος 1. το κλότσημα των ζώων, η κλοτσιά, το λάκτισμα. 2. μτφ. (για ανθρώπους), ερεθισμός, εξοργισμός, φούρκισμα, αγρίεμα: Αν του φερθείς άσχημα, βλέπεις το τσίνισμά του. 3. μτφ., δυστροπία, κακοτροπία, δυσανασχέτηση: Του ζήτησα δανεικά και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • δανεικός — ή και ιά, ό (Μ δανεικός, ή, όν) [δάνειο] αυτός τον οποίο δανείζει ή δανείζεται κάποιος νεοελλ. 1. εκείνος που ανήκει σε άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δανεικά χρήματα τα οποία έχει δανείσει ή δανειστεί κάποιος 3. επίρρ. δανεικά με δάνειο, με …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Мораитис, Никос — В этой биографической статье не указана дата рождения. Вы можете помочь проекту, добавив дату рождения в текст статьи …   Википедия

  • αδιάγερτος — η, ο και αδιάερτος και αδιάρετος και αγιάγερτος και αγιάερτος και αγάερτος 1. (για χρήματα που δανείζονται και δεν επιστρέφονται, «για δανεικά κι αγύριστα») αυτός που δεν επιστρέφεται, δεν αποδίδεται, ανεπίστρεπτος 2. (για τόπο, ιδιαίτερα τον… …   Dictionary of Greek

  • δανεικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που δόθηκε για δάνειο ή προέρχεται από δάνειο: Πολλοί λένε πως ποτέ δεν δίνουν δανεικό το αυτοκίνητό τους. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δανεικά το χρέος: Δε γίνεται να ζεις με δανεικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»